- ρεκλαμάρω
- μετ. рекламировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεκλαμάρω — Ν [ρεκλάμα] κάνω ρεκλάμα ή ρεκλαμάρισμα, διαφημίζω … Dictionary of Greek
ρεκλαμάρω — ισα και α, ίστηκα, διαφημίζω: Πολύ ρεκλαμάρουν ένα νέο φάρμακο για την τριχόπτωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφημίζω — (ΑΝ) διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω νεοελλ. 1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του») 2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την… … Dictionary of Greek
διαφημίζω — διαφήμισα, διαφημίστηκα, διαφημισμένος, προβάλλω και εξυμνώ δημόσια με σκοπό την εμπορική επιτυχία, ρεκλαμάρω: Είναι εξαιρετικά διαφημισμένο προϊόν! Πρόσεξέ το! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)